- σεξισμός
- ο, Ν(κοινων.) α) δυσμενής προκατειλημμένη συμπεριφορά και δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τμήματος τού πληθυσμού με βάση το φύλο τουβ) (ειδικά) το φαινόμενο τής σεξουαλικής καταπίεσης τών γυναικών από τον ανδρικό πληθυσμό, φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις πατριαρχικές και ανδροκρατούμενες κοινωνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sexisme < sexe «φύλο» (βλ. λ. σεξ)].
Dictionary of Greek. 2013.